Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): buffers
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): buffer
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): buffered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): buffering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): buffers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): buffer
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): buffer
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
buffer περιέχει 2 συλλαβές: buff • er
Φωνητική μεταγραφή: ˈbə-fər
buff er , ˈbə fər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)