Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bridges
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bridge
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bridged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bridging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bridges
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bridge
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bridge
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bridge περιέχει 1 συλλαβές: bridge
Φωνητική μεταγραφή: ˈbrij
bridge , ˈbrij (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)