Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bottles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bottle
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bottled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bottling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bottles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bottle
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bottle
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bottle περιέχει 2 συλλαβές: bot • tle
Φωνητική μεταγραφή: ˈbä-tᵊl
bot tle , ˈbä tᵊl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)