Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): boots
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): boot
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): booted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): booting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): boots
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): boot
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): boot
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
boots περιέχει 1 συλλαβές: boots
Φωνητική μεταγραφή:
boots , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)