Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bombs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bomb
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bombed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bombing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bombs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bomb
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bomb
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bomb περιέχει 1 συλλαβές: bomb
Φωνητική μεταγραφή: ˈbäm
bomb , ˈbäm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)