Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): boils
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): boil
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): boiled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): boiling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): boils
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): boil
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): boil
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
boiling περιέχει 2 συλλαβές: boil • ing
Φωνητική μεταγραφή: ˈbȯi(-ə)-liŋ
boil ing , ˈbȯi( ə) liŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)