Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): blocks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): block
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): blocked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): blocking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): blocks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): block
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): block
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
block περιέχει 1 συλλαβές: block
Φωνητική μεταγραφή: ˈbläk
block , ˈbläk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)