Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bets
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bet
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bet, betted
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): bet
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): betting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bets
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bet
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bet
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
betting περιέχει 1 συλλαβές: bet
Φωνητική μεταγραφή:
bet , (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)