Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bends
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bend
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bent, bended
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): bent
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bending
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bends
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bend
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bend
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bend περιέχει 1 συλλαβές: bend
Φωνητική μεταγραφή: ˈbend
bend , ˈbend (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)