Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): belonged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): belonging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): belongs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): belong
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): belong
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
belonging περιέχει 3 συλλαβές: be • long • ing
Φωνητική μεταγραφή: bi-ˈlȯŋ-iŋ
be long ing , bi ˈlȯŋ iŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)