Κλίσεις
Επίρρημα (Adverb): bang
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bangs
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bang
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): banged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): banging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bangs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bang
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bang
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bang περιέχει 1 συλλαβές: bang
Φωνητική μεταγραφή: ˈbaŋ
bang , ˈbaŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)