Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): average
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): averages, average
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): average
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): averaged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): averaging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): averages
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): average
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): average
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
average περιέχει 3 συλλαβές: av • er • age
Φωνητική μεταγραφή: ˈa-v(ə-)rij
av er age , ˈa v(ə )rij (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)