Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): afforded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): affording
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): affords
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): afford
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): afford
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
afford περιέχει 2 συλλαβές: af • ford
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈfȯrd
af ford , ə ˈfȯrd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)