Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): abuses, abuse
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): abuse
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): abused
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): abusing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): abuses
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): abuse
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): abuse
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
abuse περιέχει 1 συλλαβές: abuse
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈbyüs
abuse , ə ˈbyüs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)