Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): tries
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): try
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): tried
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): trying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): tries
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): try
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): try
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Try περιέχει 1 συλλαβές: try
Φωνητική μεταγραφή: ˈtrī
try , ˈtrī (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)