Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): terms
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): term
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): termed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): terming
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): terms
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): term
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): term
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
term περιέχει 1 συλλαβές: term
Φωνητική μεταγραφή: ˈtərm
term , ˈtərm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)