Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): stiller
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): stillest
Επίθετο (Adjective): still
Επίρρημα (Adverb): still
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stills
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): still
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stilled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): stilling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stills
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): still
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): still
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Still περιέχει 1 συλλαβές: still
Φωνητική μεταγραφή: ˈstil
still , ˈstil (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)