Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stares
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): stare
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): stared
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): staring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stares
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): stare
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): stare
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Stare περιέχει 1 συλλαβές: stare
Φωνητική μεταγραφή: ˈster
stare , ˈster (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)