Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): sources
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): source
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): sourced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): sourcing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): sources
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): source
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): source
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
source περιέχει 1 συλλαβές: source
Φωνητική μεταγραφή: ˈsȯrs
source , ˈsȯrs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)