Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): smirks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): smirk
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): smirked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): smirking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): smirks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): smirk
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): smirk
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
smirk περιέχει 1 συλλαβές: smirk
Φωνητική μεταγραφή: ˈsmərk
smirk , ˈsmərk (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)