Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): single
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): singles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): single
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): singled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): singling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): singles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): single
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): single
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
single περιέχει 2 συλλαβές: sin • gle
Φωνητική μεταγραφή: ˈsiŋ-gəl
sin gle , ˈsiŋ gəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)