Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): schools, school
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): school
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): schooled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): schooling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): schools
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): school
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): school
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
School περιέχει 1 συλλαβές: school
Φωνητική μεταγραφή: ˈskül
school , ˈskül (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)