Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pounds
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pound
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pounded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): pounding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pounds
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pound
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pound
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pound περιέχει 1 συλλαβές: pound
Φωνητική μεταγραφή: ˈpau̇nd
pound , ˈpau̇nd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)