Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): positions, position
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): position
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): positioned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): positioning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): positions
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): position
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): position
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
position περιέχει 3 συλλαβές: po • si • tion
Φωνητική μεταγραφή: pə-ˈzi-shən
po si tion , pə ˈzi shən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)