Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pictures
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): picture
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): pictured
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): picturing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pictures
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): picture
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): picture
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
picture περιέχει 2 συλλαβές: pic • ture
Φωνητική μεταγραφή: ˈpik-chər
pic ture , ˈpik chər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)