Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): passes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pass
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): passed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): passing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): passes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): pass
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): pass
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Pass περιέχει 1 συλλαβές: pass
Φωνητική μεταγραφή: ˈpas
pass , ˈpas (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)