Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): part
Επίρρημα (Adverb): part
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): parts, part
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): part
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): parted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): parting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): parts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): part
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): part
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Part περιέχει 1 συλλαβές: part
Φωνητική μεταγραφή: ˈpärt
part , ˈpärt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)