Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pages
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): page
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): paged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): paging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): pages
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): page
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): page
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Page περιέχει 1 συλλαβές: page
Φωνητική μεταγραφή: ˈpāj
page , ˈpāj (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)