Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): occurred, occured
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): occurring, occuring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): occurs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): occur
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): occur
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Occur περιέχει 2 συλλαβές: oc • cur
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈkər
oc cur , ə ˈkər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)