Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): men
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): man
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): manned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): manning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): mans
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): man
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): man
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Man περιέχει 1 συλλαβές: man
Φωνητική μεταγραφή: ˈman
man , ˈman (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)