Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): major
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): majors
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): major
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): majored
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): majoring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): majors
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): major
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): major
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
major περιέχει 2 συλλαβές: ma • jor
Φωνητική μεταγραφή: ˈmā-jər
ma jor , ˈmā jər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)