Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): lower
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): lowest
Επίθετο (Adjective): low
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): lower
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): lowest
Επίρρημα (Adverb): low
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): lows, low
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): low
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): lowed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): lowing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lows
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): low
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): low
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
low περιέχει 1 συλλαβές: low
Φωνητική μεταγραφή: ˈlō
low , ˈlō (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)