Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): languages, language
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): language
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): languaged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): languaging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): languages
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): language
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): language
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
language περιέχει 2 συλλαβές: lan • guage
Φωνητική μεταγραφή: ˈlaŋ-gwij
lan guage , ˈlaŋ gwij (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)