Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): kills
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): kill
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): killed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): killing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): kills
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): kill
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): kill
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
kill περιέχει 1 συλλαβές: kill
Φωνητική μεταγραφή: ˈkil
kill , ˈkil (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)