Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): keeps, keep
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): keep
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): kept
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): kept
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): keeping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): keeps
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): keep
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): keep
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Keep περιέχει 1 συλλαβές: keep
Φωνητική μεταγραφή: ˈkēp
keep , ˈkēp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)