Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): groups
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): group
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): grouped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): grouping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): groups
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): group
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): group
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
group περιέχει 1 συλλαβές: group
Φωνητική μεταγραφή: ˈgrüp
group , ˈgrüp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)