Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): floors
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): floor
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): floored
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): flooring
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): floors
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): floor
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): floor
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
floor περιέχει 1 συλλαβές: floor
Φωνητική μεταγραφή: ˈflȯr
floor , ˈflȯr (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)