Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): eyes
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): eye
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): eyed
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): eyed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): eyeing, eying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): eyes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): eye
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): eye
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Eye περιέχει 1 συλλαβές: eye
Φωνητική μεταγραφή: ˈī
eye , ˈī (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)