Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): clicks
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): click
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): clicked
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): clicking
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): clicks
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): click
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): click
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Click περιέχει 1 συλλαβές: click
Φωνητική μεταγραφή: ˈklik
click , ˈklik (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)