Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): bears, bear
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): bear
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): bore
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): born, borne
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): bearing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): bears
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): bear
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): bear
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
bear περιέχει 1 συλλαβές: bear
Φωνητική μεταγραφή: ˈber
bear , ˈber (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)