Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): up
Επίρρημα (Adverb): up
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): ups
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): up
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): upped
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): upped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): upping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): ups
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): up
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): up
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
up περιέχει 1 συλλαβές: up
Φωνητική μεταγραφή: ˈəp
up , ˈəp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)