Κλίσεις
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): sell
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): sold
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): sold
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): selling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): sells
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): sell
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): sell
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
sell περιέχει 1 συλλαβές: sell
Φωνητική μεταγραφή: ˈsel
sell , ˈsel (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)