Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): shops, shop
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): shop
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): shopped
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): shopping
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): shops
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): shop
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): shop
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
shop περιέχει 1 συλλαβές: shop
Φωνητική μεταγραφή: ˈshäp
shop , ˈshäp (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)