Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): taxes, tax
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): tax
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): taxed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): taxing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): taxes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): tax
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): tax
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
tax περιέχει 1 συλλαβές: tax
Φωνητική μεταγραφή: ˈtaks
tax , ˈtaks (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)