Κλίσεις
                Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): times, time
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): time
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): timed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): timing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): times
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): time
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): time
             
            
            
                Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
                Time περιέχει 1 συλλαβές: time
                Φωνητική μεταγραφή: ˈtīm
                
                    time  ,  ˈtīm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)