Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): sections, section
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): section
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): sectioned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): sectioning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): sections
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): section
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): section
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
section περιέχει 2 συλλαβές: sec • tion
Φωνητική μεταγραφή: ˈsek-shən
sec tion , ˈsek shən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)