Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): lies
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): lie
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): lay, lied
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): lied
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): lying
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): lies
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): lie
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): lie
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
lie περιέχει 1 συλλαβές: lie
Φωνητική μεταγραφή: ˈlī
lie , ˈlī (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)