Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): grew
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): grown
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): growing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): grows
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): grow
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): grow
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
grow περιέχει 1 συλλαβές: grow
Φωνητική μεταγραφή: ˈgrō
grow , ˈgrō (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)