Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): chuckles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): chuckle
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): chuckled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): chuckling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): chuckles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): chuckle
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): chuckle
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
chuckle περιέχει 2 συλλαβές: chuck • le
Φωνητική μεταγραφή: ˈchə-kᵊl
chuck le , ˈchə kᵊl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)