Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): skills, skill
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): skill
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): skilled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): skilling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): skills
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): skill
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): skill
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
skill περιέχει 1 συλλαβές: skill
Φωνητική μεταγραφή: ˈskil
skill , ˈskil (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)